διατρέχω [δι]ατρεψία διατρέω διάτρημα διάτρησις διατρήσω διατρητάριος διάτρητος διατρῐβή διατριβικός διατρίβω διατρίζω διάτριμμα διατριπτέον διατριπτικός διατριτάριος διάτριτος διάτριχα διάτριψις διατροπή διατρόπιος διάτροπος διατροφή διατροχάδες διατροχάζω διάτροχος διατρύγιος διατρῡπάω διατρυφάω διατρυφέν διατρῠφής διατρύχομαι διατρώγω †διαττερίσαι· διάττησις δίαττος διατυλίσσω διάτυλος διατυπόω διατύπτω διατύπωσις διατυπωτέον διατυπωτέος διατυπωτικός διατύφω διατωθάζω διαυαίνω διαυγάζω διαύγασμα διαυγασμός διαύγεια διαυγέω διαυγής διαυγίζω διαύγιον διαυθεντέω διαυλαδρόμος διαῦλαξ διαύλειον διαυλέω διαύλη διαυλία διαυλίζω διαυλικός διαύλιον διαυλοδρομέω διαυλοδρόμας διαυλοδρομία διαυλοδρόμος 1 δίαυλος 2 δίαυλος